τιτλοδοτώ

τιτλοδοτώ
Ν
1. καθορίζω την αναλογία των συστατικών μιας ουσίας
2. καθορίζω την αναλογία τών συστατικών μερών ενός κράματος
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιτλοδοτημένος, -η, -ο
χημ.. (για διάλυμα) α) αυτός τού οποίου ο τίτλος είναι γνωστός και χρησιμοποιείται για τις αναλύσεις
β) αυτός στον οποίο έχει γίνει τιτλοδότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + -δοτώ (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. πυρο-δοτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιτλοδοτημένος — η, ο, Ν βλ. τιτλοδοτώ …   Dictionary of Greek

  • τιτλοδότηση — η, Ν χημ. 1. τεχνική προσδιορισμού τής άγνωστης περιεκτικότητας ορισμένου συστατικού ενός δείγματος μιας ουσίας με την ακριβή μέτρηση τής ποσότητας μιας άλλης ουσίας, με την οποία η πρώτη αντιδρά υπό καθορισμένη γνωστή αναλογία 2. καθορισμός τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”