- τιτλοδοτώ
- Ν1. καθορίζω την αναλογία των συστατικών μιας ουσίας2. καθορίζω την αναλογία τών συστατικών μερών ενός κράματος3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιτλοδοτημένος, -η, -οχημ.. (για διάλυμα) α) αυτός τού οποίου ο τίτλος είναι γνωστός και χρησιμοποιείται για τις αναλύσειςβ) αυτός στον οποίο έχει γίνει τιτλοδότηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + -δοτώ (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. πυρο-δοτώ].
Dictionary of Greek. 2013.